- ὑπεράγαθον
- ὑπεράγαθοςtranscendently goodmasc/fem acc sgὑπεράγαθοςtranscendently goodneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεράγαθος — η, ο / ὑπεράγαθος, ον, ΝΜΑ [αγαθός] ο πάρα πολύ αγαθός, ο απόλυτα αγαθός (α. «ένας παππούς υπεράγαθος» β. «ἀγαθὸς καὶ πανάγαθος καὶ ὑπεράγαθος θεός, ὁ ὅλος ὢν ἀγαθότης», Ιωάνν. Δαμ.) μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὑπεράγαθος·η Παναγία μσν. αρχ. το … Dictionary of Greek
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия